εὐθυωρίαν

εὐθυωρίαν
εὐθυωρίᾱν , εὐθυωρία
straight course
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευθυωρία — η (Α εὐθυωρία) η ευθεία κίνηση ή κατεύθυνση αρχ. 1. φρ. α) «κατ εὐθυωρίαν» κατά μήκος β) «ἀντικρούω κατ εὐθυωρίαν» αντιστέκομαι ευθέως γ) «ἄπειρα εἰς εὐθυωρίαν» σε άπειρη σειρά 2. δοτ. εὐθυωρίᾳ κατευθείαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + ορία (< όρος) …   Dictionary of Greek

  • καραβοειδής — καραβοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με κάραβο* («τελευτᾷ δὲ τοῡτο τοῑς μὲν καραβοειδέσι καὶ καρίσι κάτ εὐθυωρίαν πρὸς τὴν οὐράν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάραβος + ειδής (< εἶδος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”